-
1 έγκριση
[энгриси] ουσ. Θ. одобрение, соглашениеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έγκριση
-
2 утверждение
-я ουδ.1. στερέωση• εδραίωση•утверждение власти εδραίωση της εξουσίας•
утверждение порядка εδραίωση της τάξης.
2. επικύρωση• έγκριση•утверждение договора επικύρωση της συμφωνίας•
плана έγκριση του σχεδίου•
утверждение закона επικύρωση του νόμου•
утверждение в должности έγκριση διορισμού•
дать на утверждение υποβάλλω για έγκριση.
3. θέση, σκέψη, γνώμη• ισχυρισμός•его -я совершенно правильны οι ισχυρισμοί του είναι απόλυτα σωστοί.
-
3 утверждение
утверждениес1. (санкционирование) ἡ ἐγκριση [-ις], ἡ ἐπικύρωση [-ις]:\утверждение закона ἡ ἐπικύρωση νόμου· \утверждение в должности ἡ ἐγκριση διορισμού, ὁ διορισμός· дать на \утверждение προτείνω γιά ἐγκριση·2. (укрепление) ἡ ἐδραΙωση [-ις], ἡ στερέωση [-ις]:\утверждение советской власти ἡ ἐδραίωση τής σοβιετικής ἐξουσίας·3. (высказывание) ὁ ἰσχυρισμός, ἡ γνώμη:это неправильное \утверждение δέν εἶναι σωστός αὐτός ἰσχυρισμός. -
4 утверждение
1. (установление, упрочение) η στερέωση, η εδραίωση 2. (принятие окончательного решения) η έγκριση, η επικύρωση, η βεβαίωση 3. (чего-л. в законном порядке, санкционирование чьего-л. назначения какого-л. постановления и т.п.) η έγκριση 4. (мысль, положение, высказывание, утверждающие либо доказывающие что-л.) о ισχυρισμόςη γνώμη, η σκέψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > утверждение
-
5 одобрение
-
6 отзыв
отзыв м 1) η γνώμη; η κριτική, η κρίση (оценка)· положительный \отзыв η έγκριση 2) (пароль ) το σύνθημα* * *м1) η γνώμη; η κριτική, η κρίση ( оценка)положи́тельный о́тзыв — η έγκριση
2) ( пароль) το σύνθημα -
7 санкция
санкция ж 1) η έγκριση; η συγκατάθεση (разрешение)' получить \санкцияю ζητώ τη συγκατάθεση 2) юр. η κύρωση; экономические \санкцияи οι οικονομικές κυρώσβις* * *ж1) η έγκριση; η συγκατάθεση ( разрешение)получи́ть са́нкцию — ζητώ τη συγκατάθεση
2) юр. η κύρωσηэкономи́ческие са́нкции — οι οικονομικές κυρώσεις
-
8 утверждение
утверждение с 1) (санкционирование) η επικύρωση, η έγκριση 2) (высказывание} о ισχυρισμός, η επιμονή, η βεβαίωση* * *с1) ( санкционирование) η επικύρωση, η έγκριση2) ( высказывание) ο ισχυρισμός, η επιμονή, η βεβαίωση -
9 санкцня
санкцн||яас1. ἡ (ἐπι)κύρωση [-ις] / ἡ ἔγκριση [-ις], ἡ ἐπιδοκιμασία (одобрение):\санкцня прокурора ἡ ἐγκριση τοῦ είσαγγελεως·2. юр. οἱ κυρώσεις:экономические (военные) \санкцняи οἱ οἰκονομικές (στρατιωτικές) κυρώσεις. -
10 апробация
η επιδοκιμασία, η έγκριση, η δοκιμή-ировать επιδοκιμάζω, δοκιμά-ζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > апробация
-
11 варрант
фин. το πιστοποιητικό, η έγκριση, η άδεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > варрант
-
12 патент
το προνόμι/ο ευρεσιτεχνίαςτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η πατέντα (ξεν.)лицензия на - άδεια/έγκριση για το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > патент
-
13 план
1. (чертёж, изображающий в масштабе местность, предмет, сооружение и т.п.) το σχέδιο, το σκαρίφημα, το σχεδιο-γράφημαдоставлять - φτιάχνω το -, ετοιμάζω το -карт.) η οριζοντιογραφίαвентиляционный горн. - του εξαερισμούсхематический - το σχεδιάγραμμα, η διάταξη2. (заранее намеченная система чего-л) το πρόγραμμα, το πλάνο (ξεν.)· *в соответствии с - ом σύμφωνα με το -неприемлемый - μη αποδεκτό/εφαρμόσιμο -перспективный эк. - см. долгосрочный -3. кфт. το πλάνοобщий - γενικό -, η γενική λήψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > план
-
14 проведение
1. (черты, линии) η χάραξη 2. (прокладка) η χάραξη, (напр. дороги) η κατασκευή, η εγκατάσταση, (электричества, газа) η σύνδεση 3. (осуществление) η εκτέλεση, η διενέργεια, η διεξαγωγή 4. (через что-л.) η οδήγηση 5. (соору-жение, построение) η κατασκευή ^(принятие решения, утверждения) η έγκριση 7. (оформление, записывание) η εγγραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проведение
-
15 расписка
1. (квитанция, документ с подписью) η απόδειξη 2. (свидетельство, гарантия) η εγγύησηη άδειαη έγκρισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расписка
-
16 ратификация
η επικύρωση, η έγκριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ратификация
-
17 санкция
1. (одобрение, разрешение) η επικύρωση, η έγκριση 2. юр. η κύρωσ/η, η ποινήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > санкция
-
18 сигнальный
1. (являющийся сигналом, служащий для подачи сигналов) προειδοποιητικός, συνθηματικός 2. физиол. συνθηματικός 3. полигр. το πρώτο αντίτυπο (προς έγκριση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сигнальный
-
19 склад
(помещение) η αποθήκηразрешение таможни на выдачу груза со - а τελωνειακή έγκριση/άδεια για παράδοση του φορτίου από την -грузовой - των φορτίων/εμπορευμάτων- пиломатериалов - ξυλείας, η ξυλαποθήκηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > склад
-
20 согласие
1. (положительный ответ на что-л.) η έγκριση, η θετική απάντηση, η συγκατάθεση, η συναίνεσηобщее - γενική -, ομόφωνη -2. (соглашение,взаимопонимание) η ομόνοια, η συμπό-νοια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > согласие
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έγκριση — (Νομ.). Η απαιτούμενη –σε ορισμένες περιπτώσεις– συγκατάθεση ενός προσώπου μετά την επιχείρηση μιας δικαιοπραξίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κύρος της και μάλιστα αναδρομικά. Έτσι, η εκ των υστέρων έ. των πράξεων ενός δικηγόρου που ενήργησε… … Dictionary of Greek
έγκριση — η 1. επιδοκιμασία, επικύρωση. 2. έγγραφο εγκριτικό: Ήρθε η έγκριση από το υπουργείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο — Άμεσα εκλεγμένο κοινοβουλευτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.), από το 1979. Αποτελείται από 626 μέλη που κατανέμονται σύμφωνα με τη συνθήκη: Γερμανία 93, Γαλλία 87, Ιταλία 87, Μεγάλη Βρετανία 87, Ισπανία 64, Ολλανδία 31, Βέλγιο 25, Ελλάδα … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
δημοψήφισμα — Όρος που υποδηλώνει δύο αρκετά διαφορετικές έννοιες. Σύμφωνα με την πρώτη, δ. είναι ο θεσμός με τον οποίο το εκλογικό σώμα καλείται να αποφασίσει, με άμεσο τρόπο, για τη χρησιμότητα ορισμένων νομοθετικών ή συνταγματικών πράξεων. Όπως προκύπτει… … Dictionary of Greek